πικρίζει

πικρίζει
πικρίζω
to be
pres ind mp 2nd sg
πικρίζω
to be
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απίκραντος — η, ο (Α ἀπίκραντος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν πικράθηκε ή δεν πικραίνεται εύκολα, δεν δοκιμάστηκε, δεν ένιωσε θλίψη αρχ. αυτός που δεν πικρίζει, δεν έχει πικρή γεύση …   Dictionary of Greek

  • πίκρισμα — το, Ν [πικρίζω] το να πικρίζει κάτι, να έχει πικράδα …   Dictionary of Greek

  • παράπικρος — ον, Α αυτός που πικρίζει λίγο, ο λίγο πικρός …   Dictionary of Greek

  • πευκεδνής — ές, Μ (για τη ρετσίνα) αυτός που πικρίζει, που έχει υπόπικρη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πευκεδανός] …   Dictionary of Greek

  • πικροπηγή — η, Ν μεταλλική πηγή με νερό που πικρίζει γιατί περιέχει μαγνήσιο και θειικό νάτριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρ(ο)* + πηγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γαληνό] …   Dictionary of Greek

  • πικρίζω — πίκρισα, πικρισμένος, αμτβ., είμαι πικρός, έχω γεύση πικρή: Το γλυκό πικρίζει λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικροπηγή — η η πηγή που το νερό της πικρίζει, γιατί μπορεί να περιέχει θειικό μαγνήσιο και θειικό νάτριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”